κίραφος

κίραφος
κίραφος
fox
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κίραφος — κίραφος, ὁ, και λακων. τ. κίρα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) η αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κίραφος πιθ. < κίδαφος υπό την επίδραση τού κιρρός «κοκκινόξανθος», από το οποίο προήλθε πιθ. ο τ. κίρα. Η σχέση τών τ. κίρα, κίραφος με το επίθ. κιρρός οφείλεται… …   Dictionary of Greek

  • σκίραφος — ὁ, Α 1. κουτί με το οποίο ανακάτευαν και έριχναν τα ζάρια 2. μτφ. απάτη, δόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τής λ. με τον τ. κίραφος «αλεπού», λόγω τού ερμηνεύματος που παραδίδει ο Ησύχιος στον τ. ἀλωπεκίζω «απατώ». Απίθανη …   Dictionary of Greek

  • k̂ei-2 —     k̂ei 2     English meaning: a kind of dark colour     Deutsche Übersetzung: in Farbbezeichnungen, meist for dunkle Farben     Note: (see also k̂ē ro )     Material: O.Ind. si ti “white”, sitiŋ g a “whitish”; Gk. κίραφος, κίρα “fox” Hes.,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”